-
1 μῦθος
μῦθος, ὁ, Wort, Rede; sehr häufig bei Hom.; ποῖον τὸν μῦϑον ἔειπες, was sprachst du da für ein Wort, Il. 4, 25, öfter; πρὸς μῦϑον ἔειπε, c. acc., zu Einem ein Wort sagen, zu ihm sprechen, sehr geläufige Verbindung, wie μύϑων ἦρχε, er fing an zu sprechen, sowohl von einer öffentlichen Rede in der Volksversammlung, Od. 1, 358, Hes. O. 196, als von einem Gespräche, einer Unterhaltung zwischen Mehreren, Od. 4, 214. 239. 11, 379 u. sonst; μῦϑον ἀκούειν, ein Wort, eine Rede, das Gesagte hören; ἔπος καὶ μῦϑος verbunden, Od. 11, 561; ἑκάστου μῦϑον ἄκουεν, hörte eines Jeden Rede, 20, 389; μῦϑος παιδός, die Erzählung vom Sohne, die von ihm handelt, ihn betrifft, 11, 492. Oft bestimmter, Auftrag, Geheiß, besonders ἐπὶ μῦϑον ἔτελλεν; Versprechen, ἅλιον τὸν μὖϑον ὑπέστημεν Μενελάῳ, Il. 5, 715; Rath, wie ἅδε δ' Ἕκτορι μῦϑος ἀπήμων 12, 80, u. sonst; auch Beschluß, Anschlag, οὐδ' ἄρα Πηνελόπεια – ἦεν ἄπυστος μύϑων, οὓς μνηστῆρες ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον, Od. 4, 675; μὴ δὴ πάντας ἐμοὺς ἐπιέλπεο μύϑους εἰδήσειν, Il. 1, 545; u. so ist es auch Od. 21, 70, οὐδέ τιν' ἄλλην μύϑου ποιήσασϑαι ἐπισχεσίην ἐδύνασϑε, der Anschlag, wo schon Schol. erkl. τῆς στάσεως (vgl. μυϑιήτης). – Aus Stellen, wie ὁ μὲν ἂρ μύϑοισιν, ὁ δ' ἔγχεϊ πολλὸν ἐνίκα, Il. 18, 252, bildet sich der Begriff des Wortes im Ggstz zur That, μύϑων τε ῥητῆρ' ἔμεναι, πρηκτῆρά τε ἔργων, 9, 443; μῦϑον τελεῖν, ein Wort erfüllen, zur That werden lassen, Od. 4, 777; vgl. ἔργῳ κοὐκέτι μύϑῳ χϑὼν σεσάλευται, Aesch. Prom. 1082. – Erzählung, μῦϑον δ' ὡς ὅτ' ἀοιδὸς ἐπισταμένως κατέλεξας, 11, 368, wo noch nicht an Erdichtung zu denken ist, welchen Nebenbegriff das Wort nirgends bei Hom. hat, den es aber schon bei Pind. annimmt, wenn er sagt δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦϑοι, Ol. 1, 29; vgl. αἱμύλων μύϑων ὁμόφοιτος, N. 8, 33, σοφία κλέπτει μύϑοις παράγοισα, 7, 23. – Wort, Rede ist es noch oft bei den Tragg.; βραχεῖ δὲ μύϑῳ πάντα συλλήβδην μάϑε, Aesch. Prom. 503; σαφεῖ δὲ μύϑῳ πᾶν – πεύσεσϑε, 644; μήτι μακεστῆρα μῦϑον, ἀλλὰ σύντομον λέγων, Ch. 444; σὺ δ' ἐμῶν μύϑων ἐπάκουσον, Soph. Phil. 1463; Gespräch, σοῦ γὰρ βραχύν τιν' αἰτεῖ μῦϑον, O. C. 1164; das Gerücht, Ai. 188. 224; Meldung, Botschaft, ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς μῦϑος ἵκετο, Ant. 11, vgl. O. C. 358; ὁ μῦϑος εἰςενήνεκται νέος, Eur. Ion 1340; ἁπλοῦς ὁ μῦϑος τῆς ἀληϑείας ἔφυ, Phoen. 472, öfter; der Inhalt der Rede, Geschichte, πάντα γὰρ ἀκούσῃ μῦϑον ἐν βραχεῖ λόγῳ, Aesch. Pers. 699; Ch. 732; τὸν ὄντα εἴσῃ μῦϑον, Eur. El. 346. – In Prosa hat es gew. den Nebenbegriff des Fabelhaften, Erdichteten, bes. im Ggstz von λόγος; πότερον ὑμῖν μῦϑον λέγων ἐπιδείξω ἢ λόγῳ διεξελϑών; Plat. Prot. 320 c; μὴ πλασϑέντα μῦϑον, ἀλλ' ἀληϑινὸν λόγον, Tim. 26 e; ὅτι τοὺς ποιητὰς δέοι ποιεῖν μύϑους, ἀλλ' οὐ λόγους, Phaed. 61 b; ὥςπερ ταῖς γραυσὶ ταῖς τοὺς μύϑους λεγούσαις, Rep. I, 350 e, wie man sie Kindern erzählt, Polit. 268 e; vgl. Legg. X, 887 d Rep. II, 377 a; bes. auch Göttergeschichten, τὸν περὶ τὸν Γανυμήδη μῦϑον, Legg. I, 636 c; οἱ λεγόμενοι μῠϑοι περὶ τῶν ἐν Ἅιδου, Rep. I, 330 d; so bes. bei Sp., wie Plut. u. Luc.; die Thierfabel des Aesop, Plat. Phaed. 60 c, vgl. διελέγοντο πρὸς ἀλλήλους καὶ τὰ ϑηρία μύϑους Polit. 272 d; zuweilen auch ausführliche Untersuchungen, Epinom. 980 a, vgl. Legg. VII, 790 c; – μύϑους λέγειν, so viel wie fabeln, die Unwahrheit sagen, Dem. 50, 40 u. Sp. – Auch die Fabel, die einer Tragödie zum Grunde liegt, Arist. – Die Rhett., bei denen das Verfertigen eines μὖϑος eine gewöhnliche Uebung war, erklären oft λόγος ψευδης εἰκονίζων ἀλήϑειαν. – Ein Garten des Hiero bei Syrakus hieß μῦϑος, vielleicht wegen seiner fabelhaften Schönheit, Ath. XII, 542 a. – [Erst bei sehr späten Dichtern findet sich υ kurz gebraucht, Jac. A. P. p. LXIV, 416.].
-
2 μῦθος
μῦθος, ὁ, Wort, Rede; ποῖον τὸν μῦϑον ἔειπες, was sprachst du da für ein Wort; πρὸς μῦϑον ἔειπε, c. acc., zu einem ein Wort sagen, zu ihm sprechen, sehr geläufige Verbindung, wie μύϑων ἦρχε, er fing an zu sprechen, sowohl von einer öffentlichen Rede in der Volksversammlung, als von einem Gespräche, einer Unterhaltung zwischen mehreren; μῦϑον ἀκούειν, ein Wort, eine Rede, das Gesagte hören; ἑκάστου μῦϑον ἄκουεν, hörte eines jeden Rede; μῦϑος παιδός, die Erzählung vom Sohne, die von ihm handelt, ihn betrifft. Oft bestimmter: Auftrag, Geheiß; Versprechen; Beschluß, Anschlag; οὐδέ τιν' ἄλλην μύϑου ποιήσασϑαι ἐπισχεσίην ἐδύνασϑε, der Anschlag. Begriff des Wortes im Ggstz zur Tat; μῦϑον τελεῖν, ein Wort erfüllen, zur Tat werden lassen. Erzählung, μῦϑον δ' ὡς ὅτ' ἀοιδὸς ἐπισταμένως κατέλεξας, wo noch nicht an Erdichtung zu denken ist; Gespräch; Gerücht; Meldung, Botschaft; der Inhalt der Rede, Geschichte; Nebenbegriff des Fabelhaften, Erdichteten, bes. im Ggstz von λόγος; ὥςπερ ταῖς γραυσὶ ταῖς τοὺς μύϑους λεγούσαις, wie man sie Kindern erzählt; bes. auch Göttergeschichten; die Tierfabel des Aesop; zuweilen auch ausführliche Untersuchungen; μύϑους λέγειν, so viel wie fabeln, die Unwahrheit sagen. Auch die Fabel, die einer Tragödie zum Grunde liegt. Die Rhett., bei denen das Verfertigen eines μὖϑος eine gewöhnliche Übung war, erklären oft λόγος ψευδης εἰκονίζων ἀλήϑειαν. Ein Garten des Hiero bei Syrakus hieß μῦϑος, vielleicht wegen seiner fabelhaften Schönheit -
3 μῦθος
μῦθος, ὁ,A word, speech, freq. in Hom. and other Poets, in sg. and pl.,ἔπος καὶ μῦθος Od.11.561
; opp.ἔργον, μύθων τε ῥητῆρ' ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων Il.9.443
, cf. 19.242; esp. mere word, μύθοισιν, opp. ἔγχεϊ, 18.252;ἔργῳ κοὐκέτι μύθῳ A.Pr. 1080
(anap.), etc.:—in special relations:2 public speech,μ. ἄνδρεσσι μελήσει Od.1.358
;μύθοισιν σκολιοῖς Hes.Op. 194
; μύθου ἐπισχεσίη the submission of a plea, Od.21.71;πρὶν ἂν ἀμφοῖν μ. ἀκούσῃς, οὐκ ἂν δικάσαις Ar.V. 725
; μύθοισι κεκάσθαι to be skilled in speech, Od.7.157.4 thing said, fact, matter, μῦθον δέ τοι οὐκ ἐπικεύσω ib. 744;τὸν ὄντα μ. E.El. 346
; threat, command,ἠπείλησεν μῦθον Il.1.388
, cf. 25, 16.83; charge, mission, 9.625; counsel, advice, 7.358.5 thing thought, unspoken word, purpose, design, 1.545 (pl.); , cf. 777;ἔχετ' ἐν φρεσὶ μῦθον 15.445
;ἔχε σιγῇ μ., ἐπίτρεψον δὲ θεοῖσι 19.502
, cf. 11.442; matter,θεοῖσι μῦθον ἐπιτρέψαι 22.289
; μῦθον μυθείσθην, τοῦ εἵνεκα λαὸν ἄγειραν the reason why.., 3.140.6 saying,κατὰ τὸν ἡμέτερον μ. Pl.Epin. 980a
; οὐκ ἐμὸς ὁ μ. ἀλλ'.. E.Fr. 484, cf. Pl.Smp. 177a, Call.Lav.Pall.56, Ph.1.601, Plu. 2.661a; saw, proverb,τριγέρων μ. τάδε φωνεῖ A.Ch. 314
(anap.).7 talk of men, rumour,ἀγγελίαν.. τὰν ὁ μέγας μ. ἀέξει S.Aj. 226
(lyr.), cf. 188 (lyr., pl.), E.IA72; report, message, S.Tr.67 (pl.), E. Ion 1340.II tale, story, narrative, Od.3.94, 4.324, S.Ant.11, etc.: in Hom. like the later λόγος, without distinction of true or false, μ. παιδός of or about him, Od.11.492: so in Trag., ἀκούσει μῦθον ἐν βραχεῖ λόγῳ ( χρόνῳ cod. M.) A.Pers. 713;μύθων τῶν Λιβυστικῶν Id.Fr.139.1
: in Prose, τὸν εἰκότα μ. the like ly story, like lihood, Pl.Ti. 29d: prov., μ. ἀπώλετο, either of a story which never comes to an end, or of one told to those who do not listen, Cratin.59, Crates Com.21, Pl.Tht. 164d, cf. R. 621b, Lg. 645b, Phlb. 14a; μ. ἐσώθη 'that's the end of the story', Phot.2 fiction (opp. λόγος, historic truth), Pi.O.1.29 (pl.), N.7.23 (pl.), Pl.Phd. 61b, Prt. 320c, 324d, etc.3 generally, fiction,μ. ἴδιοι Phld.Po.5.5
; legend, myth, Hdt.2.45, Pl.R. 330d, Lg. 636c, etc.;ὁ περὶ θεῶν μ. Epicur.Ep.3p.65U.
;τοὺς μ. τοὺς ἐπιχωρίους γέγραφεν SIG382.7
(Delos, iii B.C.). -
4 μύθου
μύ̱θου, μῦθοςword: masc gen sg -
5 θελκτηριος
21) околдовывающий, волшебный(φίλτρα ἔρωτος Eur.)
2) чарующий, полный обаяния(ὄμματος τόξευμα Aesch.)
3) завлекающий, обольстительный(μῦθος Aesch.; ἐπῳδή Plut.)
4) успокаивающий, умиротворяющий(μύθου μῦθος θ. Aesch.)
-
6 θελκτήριος
θελκ-τήριος, ον,A enchanting, soothing, μῦθοι, λόγοι, A.Eu.81, E. Hipp. 478; ὄμματος θ. τόξευμα the eye's magic shaft, A.Supp. 1004: c. gen.,φίλτρα θ. ἔρωτος E.Hipp. 509
; μύθου μῦθος θ. speech that heals speech, A.Supp. 447: in late Prose, θ. ἀγωνίσματα, of poems, Agath. Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελκτήριος
См. также в других словарях:
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
μύθος — ο 1. πλαστή, φανταστική διήγηση, παραμύθι: Μου διηγήθηκε ένα μύθο. 2. παράδοση που αναφέρεται σε θεούς ή ήρωες: Οι μύθοι των Ατρειδών. 3. αλληγορική διήγηση που αναφέρεται στα ζώα ή τα φυτά: Οι μύθοι του Αισώπου. 4. υπόθεση λογοτεχνικού έργου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύθου — μύ̱θου , μῦθος word masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… … Dictionary of Greek
Αργοναύτες — Μυθικοί ήρωες που πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ένα από τα περιφημότερα γεγονότα που αναφέρει η ελληνική μυθολογία και το οποίο τραγούδησε η ελληνική ποίηση από τον Όμηρο έως τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Σκοπός της εκστρατείας ήταν να… … Dictionary of Greek